- κασετόφωνο
- τομαγνητόφωνο με μαγνητοταινίες σε κασέτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κασέτα + -φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό-φωνο, μεγά-φωνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek